μετοικεσία

μετοικεσία
μετοικεσία, ας, ἡ (=μετοικία, fr. μετοικέω ‘to change one’s abode’; Leonidas of Tarentum [III B.C.]: Anth. Pal. 7, 731, 6; Psellus p. 222, 5; LXX; ἐν δὲ τῇ μ. Βαβυλῶνος Theoph. Ant. 3, 25 [p. 256, 24]) removal to another place of habitation, deportation ἐπὶ τῆς μ. Βαβυλῶνος at the time of the Babylonian captivity Mt 1:11. μετὰ τὴν μ. Βαβυλῶνος vs. 12; ἕως τῆς μ. B. vs. 17; ἀπὸ τῆς μ. B. ibid. (of the Bab. exile 4 Km 24:16; 1 Ch 5:22; Ezk 12:11).—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετοικεσία — μετοικεσίᾱ , μετοικεσία captivity fem nom/voc/acc dual μετοικεσίᾱ , μετοικεσία captivity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικεσίᾳ — μετοικεσίαι , μετοικεσία captivity fem nom/voc pl μετοικεσίᾱͅ , μετοικεσία captivity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικεσία — η (ΑΜ μετοικεσία και ιων. τ. μετοικεσίη) 1. η μετοίκηση, αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ) 2. φρ. «μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος» η μεταφορά τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων… …   Dictionary of Greek

  • μετοικεσία — η αλλαγή κατοικίας ή τόπου διαμονής, μετοίκηση: Η μετοικεσία από την πρωτεύουσα στην επαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετοικεσίας — μετοικεσίᾱς , μετοικεσία captivity fem acc pl μετοικεσίᾱς , μετοικεσία captivity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικεσίαν — μετοικεσίᾱν , μετοικεσία captivity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικεσίην — μετοικεσία captivity fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκηση — η (ΑΜ μετοίκησις) [μετοικώ] 1. αλλαγή τού τόπου κατοικίας ή τού τόπου διαμονής, μετοικεσία 2. εγκατάσταση σε ξένη χώρα, μετανάστευση 3. φρ. «μετοίκηση τής Βαβυλώνος» η μετοικεσία τής Βαβυλώνος νεοελλ. 1. μτφ. α) κάθε ομαδική μετακίνηση σε άλλο… …   Dictionary of Greek

  • αποικεσία — ἀποικεσία, η [αποικώ] 1. η απομάκρυνση από την πατρίδα 2. η μετοικεσία Βαβυλώνος (ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • αποικισμός — Εκπληκτικής σημασίας ιστορική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η κάθοδος των Δωριέων και των συγγενικών με αυτούς φύλων προκάλεσε πολλές μετακινήσεις στον ελληνικό χώρο. Όσοι από τους παλαιούς… …   Dictionary of Greek

  • εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”